Για τον στρατό ισχύει ένας απλός κανόνας: Πέρνα όσο πιο απαρατήρητος γίνεται, μη μάθουν το όνομά σου, να κοιμάσαι πολύ και να αποφεύγεις τις στραβές. Τι; Δεν είναι ένας κανόνας αυτός αλλά περισσότεροι; Αλήθεια τώρα; Μπήκατε να διαβάσετε κείμενο για το στρατό και περιμένετε λογική; Αγαπητέ, φαντάροι ήμασταν όχι αξιωματικοί καριέρας.
Εδώ ισχύει ο κανόνας του «εκεί που αρχίζει ο στρατός τελειώνει η λογική», ενώ ο γραφών είναι φανατικός υποστηρικτής του παλαιού συνθήματος «δίωρη θητεία, προαιρετική»! Αλλά για να μη τα ισοπεδώνουμε όλα, η στρατιωτική θητεία έχει και τα θετικά της. Το ότι τελειώνει είναι ένα από αυτά. Και όταν πλέον τελειώσει, η αλήθεια είναι πως έχεις να θυμάσαι πολλά και διάφορα. Κάποια από αυτά σε κάνουν να γελάς. Κάποια άλλα να νευριάζεις.
Σε κάθε περίπτωση έχεις να θυμάσαι πολλές ιστορίες τις οποίες στη συνέχεια της ζωής σου θα τις ανακαλείς σχεδόν διαρκώς ανάμεσα σε γέλια μέχρι δακρύων και νεύρα από την πλευρά των γυναικών που βαρέθηκαν να ακούνε τι σειρά ήσουν, τι «ασημί» είχες, που υπηρέτησες, τι σου έκανε ο λοχαγός σου, τι έκανες εσύ στους νέους και όλα αυτά χωρίς να αντιλαμβάνονται πλήρως λέξεις και έννοιες όπως «γόπινγκ», «Καλλιόπη», «σκηνάκια», «καψιμί», «αλφαμίτης», «ανθύπας» και άλλα πολλά τέτοια ωραία που θα τα συναντήσουμε αργότερα.
Ο στρατός είναι μια περίεργη ιστορία. Είναι όμως μια ιστορία από αυτές που πάντα θα προκαλούν διάφορα συναισθήματα καθώς είναι δεδομένο πως όσο περνάνε τα χρόνια τα άσχημα σταδιακά σβήνουν και αφήνουν χώρο μόνο για όσα σε κάνουν να χαμογελάς.
«Αποχαιρέτα την Αλεξάνδρεια που χάνεις»
Όλα τα αγοράκια από τα 14 και πάνω αρχίζουν σιγά-σιγά να συμβιβάζονται με την ιδέα πως κάποια στιγμή θα έρθει η ώρα που θα πρέπει να εγκαταλείψουν τη ζωή που κάνουν προκειμένου να πάνε να υπηρετήσουν. Στην ουσία κανείς δεν παίρνει στα σοβαρά κάτι που θα έπρεπε να είναι σαν… προειδοποίηση.
Καθόλου τυχαίο άλλωστε δεν είναι αυτό που λέγανε οι πατεράδες μας «μωρέ, δεν θα πας φαντάρος; Εκεί να δεις. Θα στρώσεις πουλάκι μου». Σχεδόν όλοι το έχουν ακούσει, κανείς, ωστόσο, δεν δίνει την πρέπουσα σημασία. Μέχρι που έρχεται εκείνη η ημέρα και χτυπάει το τηλέφωνο και είναι ο αστυνομικός από το τοπικό αστυνομικό τμήμα και σε ζητάει να περάσεις από εκεί για μια προσωπική σου υπόθεση. Ναι. Είναι τόσο σοβαρό όσο ακούγεται. Στη δική μου περίπτωση σε εκείνο το τηλέφωνο είχε απαντήσει η μάνα μου και όταν μου είπε πως με ζητάνε στο αστυνομικό τμήμα (ομολογώ πως) το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν πως κάτι είχα κάνει τη προηγούμενη νύχτα και δεν το θυμόμουν.
Γρήγορα, όμως, η πραγματικότητα έβαλε τα πράγματα στη θέση τους και εγώ άρχιζα να μαζεύω τα δικά μου. Η πρώτη λίστα με τα πράγματα που πρέπει να πάρεις μαζί σου θυμίζει λίγο με… εμπόλεμη λίστα. Λουκέτα, χαρτιά υγείας, κούτες με τσιγάρα, φανελάκια, ξυριστικά, τηλεκάρτες (για τους παλαιότερους) και άλλα πολλά.
Από την ημέρα που θα πάρεις το χαρτί κατάταξης οι μέρες κυλούν πιο γρήγορα και η στιγμή που θα περάσεις την πύλη για πρώτη φορά πλησιάζει με γοργούς ρυθμούς. Στο κέντρο εκπαίδευσης θα σε περιμένουν οι «παλιοί» για να σε βάλουν αμέσως στο κλίμα.
«Από πού είσαι εσύ ρε μεγάλε»; είναι η πρώτη ερώτηση και το «καλά, εδώ που ήρθες ξέχνα αυτά που ήξερες. Εδώ θα λιώσει το κορμάκι σου» είναι η απάντηση σε ότι κι αν έχεις πει εσύ λίγο νωρίτερα. Εσύ είσαι τόσο ψαρωμένος που σχεδόν δεν ακούς. Το μόνο που θες είναι να πας στο θάλαμο να ξαπλώσεις αλλά πλέον οι ώρες δεν κυλάνε τόσο γρήγορα. Παραλαβή ρουχισμού, τοποθέτηση στο λόχο ή την πυροβολαρχία, ιατρικές εξετάσεις, εμβόλια (για τα πάντα όλα), φαγητό και άλλα διάφορα προηγούνται.
Η πρώτη αναφορά, τα πρώτα ευτράπελα και το ταξίδι στη μονάδα
Στην πρώτη αναφορά, είναι η πρώτη ουσιαστική επαφή με τον στρατό. Δεν καταλαβαίνεις τι σου γίνεται αλλά μικρή σημασία έχει αυτό. Όσο περνάνε οι μέρες και προσπαθούν να σε εκπαιδεύσουν τα πράγματα γίνονται κάπως καλύτερα. Ή μάλλον πιο χιουμοριστικά.
«Στρατιώτης Πυροσβεστικού, Ιωάννης Κ», είχε πει ένα παλικαράκι από το Αγρίνιο που είχαμε παρουσιαστεί μαζί, μπροστά στον λοχαγό, στις πρώτες ήμερες που μας μάθαιναν να παρουσιαζόμαστε… ορθά. Ο λοχαγός τον στραβοκοίταξε και του ζήτησε να επαναλάβει. Εκείνος τρομοκρατημένος φώναξε: «στρατηγός πυροβολικού, Ιωάννης Κ»! Έξαλλος ο λοχαγός του είπε «σιγά μη σε χαιρετίσουμε κιόλας ρε νέοπα» για να προσθέσει εκείνο το επικό «θες να σε κλωτσήσω ή να σε τιμωρήσω αγόρι μου»; Η απάντηση «να με κλωτσήσετε κύριε λοχαγέ», συγκαταλέγεται εύκολα στα highlights της 18μηνης θητείας μου.
Το καθημερινό «ένα στ’ αριστερόου» που ακολουθεί προκειμένου το συνονθύλευμα των νέων φαντάρων να γίνει ένα σώμα και να παρουσιαστεί στην ορκωμοσία, σε συνδυασμό με τις πρώτες βολές με το G3, τις ρίψεις εκπαιδευτικών χειροβομβίδων και τις νυχτερινές πορείες σε κάνουν να αισθάνεσαι κάπως διαφορετικά και να θεωρείς πως «εντάξει, κάνω κάτι χρήσιμο, ρε παιδί μου». Τότε, όμως, έρχεται το χαρτί για τη μονάδα.
Και εκεί που βλέπεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη και θεωρείς πως ο στρατός έχει βρει ένα νέο ράμπο έτοιμο να κατασπαράξει τον εχθρό, βρίσκεσαι ξαφνικά μέσα στην «Καλλιόπη» να πολεμάς με τα «θηρία», να πηγαίνεις στο «πλοίο της αγάπης», (το σκουπιδιάρικο, ντε) ή στα μαγειρεία αντιμέτωπος με τσουβάλια από πατάτες που πρέπει να καθαριστούν και αργότερα το ανελέητο «γόπινγκ» σε όλο το στρατόπεδο. Γιατί όσο πιο νέος είσαι τόσο πιο έντονο είναι το «χοσέ κουέρβο», η μη επιθυμητή ανάθεση καθηκόντων, για να το θέσουμε ευγενικά.
Και όταν τελειώσουν αυτά, αρχίζουν οι σκοπιές (με το φοβερό και τρομερό «Γερμανικό» των 2-4 να σου σπάει τη νύχτα στη μέση), τα θαλαμοφυλίκια, και τα περίπολα και μέσα σε όλα αυτά θα πρέπει να είσαι και «προβλεπόμενος» για να μην πέσεις πάνω στον «Δοίκα» (συντόμευση της λέξης διοικητής), σε βγάλει στον «τάκο» (στην αναφορά, δηλαδή) και εκεί αρχίζει να σου «σφυρίζει» φυλακές και κρατήσεις, επειδή ήσουν, αξύριστος, ακομβίωτος ή ασκεπής. Άντε, ποντικαρά…
Απολελέ και τρελελέ ρε ψαρούκλες και τα μαλλιά μου κάνω μπούκλες
Με αυτά και με αυτά θα περάσουν οι πρώτοι δύσκολοι μήνες. Κάπου εκεί ενδιάμεσα θα έχεις βέβαια και τις πάντα ενδιαφέρουσες βολές με τα όπλα (ανάλογα με το που υπηρετείς) και τα «σκηνάκια» που στα καλά καθούμενα, ξεσηκώνεται όλο το στρατόπεδο για να ανέβει πάνω σε κάποιο βουνό συνήθως. Εκεί οι φαντάροι μένουν σε σκηνές των δύο ή των τεσσάρων ατόμων και κοιμούνται αγκαλιά με το όπλο και την υγρασία.
Και όσο περνάει ο καιρός, τόσο περισσότερο παλιώνεις και τόσο μεγαλύτερο «φίδι» γίνεσαι. «Φίδι» γιατί όπως και το κατά τα άλλα συμπαθές ερπετό έτσι κι εσύ καταφέρνεις με την εμπειρία σου να χώνεσαι σε διάφορα απόμερα μέρη και να γλιτώνεις αγγαρείες, εκπαιδεύσεις και λοιπές αθλοπαιδιές.
Και αν είσαι και λίγο «βύσμα» και καταφέρεις να φύγεις από τη μονάδα για κανένα απομακρυσμένο φυλάκιο θα την περάσεις «ζωή και κότα» για λίγο διάστημα. Εκτός κι αν φας καμία «εμπλοκή» και δεις τον έξω κόσμο τη Δευτέρα… παρουσία!
Ότι και να γίνει, πάντως, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, εύκολα ή δύσκολα, οι μέρες περνούν και η ώρα του απολυτηρίου πλησιάζει. Και όσο πλησιάζει εκείνη η μέρα τόσο πιο πολύ βαραίνεις εσύ. Δεν φταις, βέβαια. Είναι που σε τραβούν οι μήνες πίσω. Είναι που άμα ρίξεις το τζόκει (αυτό που στο εσωτερικό του γείσου κάνεις με μπλάνκο ή μαρκαδόρο μια τελεία για κάθε μήνα που έχει περάσει) στο πάτωμα θα προκληθεί μια μικρή σεισμική δόνηση. Είναι που όταν ξεκολλάει το εθνόσημο από τον μπερέ ή την τυρόπιτα (έτσι λέγαμε το δίκοχο) δεν το ράβεις αλλά το κολλάς καίγοντας το κορδόνι από τις αρβύλες.
Είναι που έρχεται η μέρα που παίρνεις τελικά την πολυπόθητη «ροζαλία» και φεύγεις από το στρατόπεδο αξύριστος. Έτσι για την αλητεία. Γιατί ήθελες να ξυριστείς, ρε παιδάκι μου, αλλά… δεν προλάβαινες, λέμε!
ΠΗΓΗ:newsbeast.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου